Καλημέρα Κύριοι, εν μέσω τελικής φάσης του πρωταθλήματος οι μισές φήμες λένε πως ο Pitino δε θα συνεχίσεις του χρόνου στο σύλλογο και οι άλλες μισές φήμες λένε πως θα συνεχίσει. Προσωπικά δεν έχω ιδέα για το τι θα ακολουθήσει αλλά επειδή στην περίπτωση που ο Rick Pitino φύγει, οι περισσότεροι λένε πως θα πάμε σε ‘Ελληνα προπονητή (πχ Παπαθεοδώρου), θα ήθελα λίγο να δούμε την “ελληνική προπονητική σχολή”.

Ας αρχίσουμε από τα κοινά στοιχεία της εν λόγω σχολής που την χαρακτηρίζουν: Ο μέσος ‘Ελληνας προπονητής είναι αμυντικογενής στη σκέψη, προσέχει ιδιαίτερα να μη φάει καλάθι και δε ρισκάρει μια επίθεση αν είναι να φάει ένα αντίστοιχο καλάθι-ουσιαστικά πιστεύει περισσότερο στο “κερδίζει η ομάδα που τρώει τους λιγότερους πόντους” παρά στο “κερδίζει η ομάδα που σκοράρει τους περισσότερους πόντους”. Αγαπά το post παιχνίδι, έναν ρυθμό ελεγχόμενο που κάνει κυρίαρχο του παιχνιδιού περισσότερο τον προπονητή και λιγότερο τους παίκτες, το …”σκεπτόμενο μπάσκετ” όπως αρέσκονται να το λένε οι ΑΡΔ και την πάσα-από την έξτρα πάσα έως όλων των ειδών τις πάσες. Η πάσα κάνει δύο ανθρώπους ευτυχισμένους όπως δήλωνε κάποτε ένα τοτέμ της, ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Είναι μαιτρ στην καταστροφή του παιχνιδιού του αντιπάλου και αγαπά τους τακτικισμούς-από τα φάουλ στο τέλος μέχρι τις αλλαγές στην άμυνα σε καταστάσεις λιγων δευτερολέπτων.

Αντίθετα, επιθετικά δεν δείχνει τις ίδιες ικανότητες: Με εξαίρεση τα μακρινά σουτ, το pick and roll και το διάβασμα των miss-match, δύσκολα εμφανίζει ιδιαίτερα plays ή νέες ιδέες επιθετικά-οι ομάδες των προπονητών αυτών συχνά δυσκολεύονται να πιάσουν υψηλό σκορ ή να εμφανίζουν σταθερά αυξημένη παραγωγικότητα. ‘Οπως θα δούμε παρακάτω, οι λόγοι είναι ιστορικοί και αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας.

Γεννάρχες αυτής της ελληνικής σχολής είναι οι Παναγιώτης Γιαννάκης και Αργύρης Πεδουλάκης. Και οι δύο προπονητές ανδρώθηκαν μπασκετικά σε ενα περιβάλλον όπου το επιθετικό ταλέντο ήταν λειψό. Αφενός οι ελληνικές ομάδες στις οποίες ο Γιαννάκης ήταν point guard ήταν αισθητά λιγότερο ταλαντούχες από τις αντίστοιχες Σοβιετικές/Γιουγκοσλάβικες (και τα παρελκόμενα τους, δλδ Λιθουανορωσικες και Σερβοκροατικές). Αφετέρου ο Αργύρης Πεδουλάκης κοούτσαρε ομάδες με αρκετά χαμηλότερο προυπολογισμό και ποιότητα από τις ομάδες του Ζοτς ή των αντίστοιχων προπονητών του gayρου. Αποτέλεσμα ήταν να προσπαθούν επί χρόνια περισσότερο να καταστρέφουν το παιχνίδι του αντιπάλου και να πηγαίνουν σε ασφαλείς επιθετικά επιλογές για να καταφέρουν να …”κλέψουν” το παιχνίδι. ‘Οταν δεν έχεις πχ τον Kukoc για play maker ή παίζεις απέναντι στον ΠΑΟ των Siskauskas-3D-Becirovic, δεν μπορείς να ενσωματώσεις εύκολα νέες ιδέες επιθετικά.

Μετεξέλιξη των παραπάνω αποτελούν οι Σφαιρόπουλος, Πρίφτης κοκ. Ξεκινώντας από την άμυνα και βλέποντας συχνά το πρόβλημα επιθετικής παραγωγής που εμφάνιζαν οι παραπάνω, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως όταν δε δουλεύει το set παιχνίδι και το post-άρισμα, η λύση είναι η επιθετική άμυνα που θα οδηγήσει σε αιφνιδιασμό και το μακρινό σουτ μέσω από screen. Απλές λύσεις, οι οποίες δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη δουλειά επιθετικά από τους προπονητές και όταν εμφανίζονται ως συμπλήρωμα των προαναφερθέντων (διάβασμα/δημιουργία miss-match, post παιχνίδι) δημιουργούν ένα ικανοποιητικό playbook μιας ομάδας αμυντικού προσανατολισμού.

Αφήνω εκτός 3 ‘Ελληνες προπονητές γιατί η δουλειά τους ποτέ δεν ήταν με βάση τα παραπάνω στοιχεία: Τον Ιτούδη, τον Μπαρτζώκα και τον Μαρκόπουλο. Κανένας από τους 3 δεν ακολούθησε τον δρόμο που δείξανε οι Παναγιώτης Γιαννάκης και Αργύρης Πεδουλάκης.

Αρχίζοντας από τον προπονητή της CSKA, ο Ιτούδης προπονητικά δεν είναι ‘Ελληνας-είναι Σέρβος. Πήγε μικρός στη Γιουγκοσλαβία να μάθει τους κανόνες του παιχνιδιού, δούλεψε σε ομάδες που είχαν άφθονο ταλέντο δίπλα στο κορυφαίο προιόν της Σερβικής προπονητικής σχολής (Ζοτς), δεν έχει καμία σχέση προπονητικά με την παραπάνω σχολή. Η έμφαση στο γρήγορο tempo, το χαμηλό ύψος, τα plays μεταξύ 2-3 παικτών, είναι όλα χαρακτηριστικά της σύγχρονης σερβικής προπονητικής σκηνής.

Ο Μπαρτζώκας είναι μια εξαίρεση-πάντα έδινε έμφαση στο γρήγορο τέμπο, την δόμηση μιας σωστής επίθεσης ενσωματώνοντας τις νέες εξελίξεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (πχ μακρινό τρίποντο, έμφαση στα lay-ups) ενώ παράλληλα, εμφάνιζε παραδοσιακά αδυναμίες στο να εμφανίσει σύνθετες άμυνες- οι ομάδες του αμυντικά στηρίζονταν περισσότερο στο ταλέντο των παικτών και λιγότερο στην ομαδική λειτουργία. Ουσιαστικά πρόκεται για το συμμετρικό κατοπτρικό είδωλο της ελληνικής προπονητικής σχολής-εμφανίζει τα ίδια προβλήματα και τα ίδια προτερήματα της παραπάνω σχολής αλλά στους ακριβώς αντίθετους χώρους.

Τέλος, ο Σούλης είναι κατ’εμέ ο πιο αδικημένος ‘Ελληνας προπονητής και πιστεύω θα είχε κάνει παπάδες αν είχε έρθει το 2015 αντί του Καραφλόσεβιτς: ‘Ενας προπονητής που μοιάζει αρκετά στον Τρινκέρι, δίνοντας έμφαση στα βασικά σε άμυνα και επίθεση, με αρκετά ισορροπημένες ομάδες που δύσκολα κατάφερνες να θέσεις εκτός ισορροπίας και άρα πάντα δύσκολα κέρδιζες.P

Προσωπικά, δεν πιστεύω πως πρέπει υποχρεωτικά να πάμε σε μεγάλο όνομα προπονητή-εδώ μέσα σας έλεγα τις περιπτώσεις των Λασο, Μπαρτζωκα, Σφαιροπουλου που εμφανιστήθηκαν από το “πουθενα” στο προπονητικο στερεωμα και άφησαν έργο πίσω τους. Ωστόσο, θεωρώ λάθος την στροφή σε ‘Ελληνα προπονητή γιατί αυτό που λείπει από τον Παναθηναικό τα τελευταία χρόνια δεν είναι το set παιχνίδι και το σκεπτόμενο μπάσκετ-τα έλεγα και πέρσυ το καλοκαίρι. Το Ευρωπαικό μπάσκετ και το υλικό του Παναθηναικού δεν ταιριάζουν σε set παιχνίδι και έναν προπονητή που θα ελέγχει τον αγώνα. Ο Παναθηναικός θέλει έναν προπονητή που θα φέρει νέες επιθετικές ιδέες, που θα διαχειριστεί παίκτες με επιθετικό ταλέντο, που θα καταφέρει να αυξήσει την επιθετική παραγωγή της ομάδας υπό κάθε αντίπαλο-άλλωστε με Καλάθη, Παπαπέτρου, Θαντετονκούμπο, Παππά, Παπαγιάννη (ή τουλαχιστον με 4 από αυτούς) δεν θα δυσκολευθείς να παίξεις καλή άμυνα αν οι παίκτες σου είναι προσηλωμένοι.

Και στην τελική, αν είναι να φέρεις ‘Ελληνα προπονητή, γιατί όχι ο Βοβορας που έχει κάτσει δίπλα στον RG, δίπλα στον Xavi Pascual, δίπλα στον Rick Pitino;

‘Iδωμεν…

ΥΓ. Ο Παναθηναικός θέλει έναν πρωτοκλασσάτο center και έναν 2ο pg που θα παίξει το pick and roll ακόμα και όταν πιεστεί. Έχει ανάγκη από ένα τεσσάρι με καλό σουτ από την περιφέρεια, από shootings guards που θα σκοράρουν τόσο με κάθετο παιχνίδι όσο και με τρίποντο. Δεν έχει ανάγκη από ημίψηλα τύπου Wiley ή από ημίψηλο Thomas με τo ασταθές σουτ και το χαμηλό μπασκετικό iq κοκ. Παίκτες από ΗΠΑ υπάρχουν, δεν υπάρχει λόγος να περιοριστούμε στους παίκτες που παίζουν Ευρώπη. Έχουμε να δούμε επιτυχημένη μεταγγραφική περίοδο από το καλοκαίρι του 2016 στην ΚΑΕ…

ΥΓ2. Εκεί στην ΚΑΕ, να ξέρουν πως η φετινή χρονιά είχε αύξηση στις τιμές των διαρκείας και παρόλα αυτά ήταν αποτυχημένη. Αν δε το καλοκαίρι φέρουν και τα στοιχήματα, μην εκπλαγούν αν τα διαρκείας κινηθούν χαμηλά…